- ἐμπερίοδος
- ἐμ-περί-οδος, periodisch, bes. vom Stil
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εμπερίοδος — η, ο (AM ἐμπερίοδος, ον) φρ. «εμπερίοδο λεκτικό» η εκφορά μεγάλων προτάσεων οι οποίες έχουν όμως κανονική σύνδεση και άριστη γλωσσική διάρθρωση … Dictionary of Greek
ἐμπεριόδως — ἐμπερίοδος in periods adverbial ἐμπερίοδος in periods masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπερίοδον — ἐμπερίοδος in periods masc/fem acc sg ἐμπερίοδος in periods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek